-
1 θαμίζω
θαμίζω, häufig, wiederholt kommen, Il. 18, 386. 425 Od. 5, 88. 8, 161; ἐπί τινα, häufig zu Einem kommen; übh. häufig sein, οὔτι κομιζόμενός γε ϑάμιζεν, er war nicht oft ein Gepflegter, ward nicht oft gepflegt, 8, 451; ἔνϑ' ἁ λίγεια μινύρεται ϑαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών, sich häufig aufhaltend, Soph. O. C. 678; auch im med. braucht er es, frg. 446; Hesych. erkl. ϑαμίζεται, ὁμιλεῖ; sp. D., κεῖσε ϑάμιζον Ap. Rh. 2, 451; in Prosa, οὐδὲ ϑαμίζεις ἡμῖν, wie εἰς τόπους, Plat. Rep. I, 328 c Hipp. mai. 281 b; βλάβαι πολλαὶ διὰ τὸ ϑαμίζειν ἔχϑρας ὄγκον ἐντίκτουσι, wegen des häufigen Vorkommens, Legg. VIII, 843 b.
-
2 θαμίζω
θαμίζω, häufig, wiederholt kommen; ἐπί τινα, häufig zu einem kommen; übh. häufig sein, οὔτι κομιζόμενός γε ϑάμιζεν, er war nicht oft ein Gepflegter, ward nicht oft gepflegt; ἔνϑ' ἁ λίγεια μινύρεται ϑαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών, sich häufig aufhaltend; βλάβαι πολλαὶ διὰ τὸ ϑαμίζειν ἔχϑρας ὄγκον ἐντίκτουσι, wegen des häufigen Vorkommens -
3 θαμιζω
1) часто приходить, (часто) бывать(εἰς τόπους τινάς и τινί Plat.; σοφίας ἐπ΄ ἄκροισι Emped. ap. Plut.)
πάρος οὔτι θαμίζεις Hom. — прежде ты был редким гостем;πρόσθεν θαμίζων ἐφ΄ ἡμᾶς νῦν οὐδαμοῦ φαίνεται Xen. — (Абрадат), прежде часто у нас бывавший, теперь вовсе не показывается2) иметь обыкновение, часто иметь случай (делать или испытывать что-л.)οὔτι κομιζόμενος θάμιζεν Hom. — (Одиссею) не часто доводилось быть предметом таких забот;
μινύρεται θαμίζουσα μάλιστα ἀηδών Soph. — (роща, где) постоянно жалобно поет соловей;διὰ τὸ θαμίζειν Plat. — в силу частой повторяемости
См. также в других словарях:
θαμίζω — (Α) [θαμά] 1. συχνάζω, πηγαίνω σε κάποιο μέρος συχνά («διὸ δὴ... οὐ θαμίζω εἰς τούσδε τοὺς τόπους», Πλάτ.) 2. είμαι συνηθισμένος σε κάτι («οὔτι κομιζόμενός γε θάμιζεν» δεν είχε συνηθίσει στις περιποιήσεις, Ομ. Οδ.) 3. ασχολούμαι συχνά με κάτι… … Dictionary of Greek